Υδραίος

From LSJ

ἔτλην δ' οἷ' οὔ πώ τις ἐπιχθόνιος βροτὸς ἄλλος → I have endured as much as no other mortal

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Υδραία, Ν Ύδρα
ο κάτοικος της Ύδρας ή αυτός που κατάγεται από την Ύδρα.