Φοινικόστολος

From LSJ

Οὐκ ἔστιν εὑρεῖν βίον ἄλυπον οὐδενός → Vacuam invenire non datur vitam malis → Kein Leben lässt sich finden frei von jedem Leid

Menander, Monostichoi, 419

Russian (Dvoretsky)

Φοινῑκόστολος: посланный финикиянами, финикийский или карфагенский (ἔγχεα Pind.).

Greek (Liddell-Scott)

Φοινῑκόστολος: -ον, ὁ ὐπὸ τῶν Φοινίκων στελλόμενος, Φοιν. ἔγχεα, δηλαδὴ ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Πινδ. Ν. 9. 67.

English (Slater)

Φοινῑκόστολος of a Phoenician army πεῖραν μὲν ἀγάνορα Φοινικοστόλων ἐγχέων ταύταν θανάτου πέρι καὶ ζωᾶς ἀναβάλλομαι ὡς πόρσιστα (the meaning with blood red spears is also intended, with ref. to the expedition of the Seven) (N. 9.28)

Greek Monotonic

Φοινῑκόστολος: -ον, αυτός που έχει σταλεί από τους Φοίνικες, Φοινικόστολα ἔγχεα, δηλ. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, σε Πίνδ.

Middle Liddell

Φοινῑκό-στολος, ον,
sent by Phoenicians, Φοιν. ἔγχεα, i. e. ἔγχεα τοῦ τῶν Φοινίκων στόλου, Pind.