Χιώτης

From LSJ

νόσημα γὰρ αἴσχιστον εἶναί φημι συνθέτους λόγους → for I consider false words to be the foulest sickness

Source

Greek Monolingual

ο, θηλ. Χιώτισσα, Ν
ο κάτοικος της Χίου ή αυτός που κατάγεται από την Χίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χίος + κατάλ. -ώτης (πρβλ. Πειραιώτης)].