Χιώτης

From LSJ

Βάδιζε τὴν εὐθεῖαν, ἵνα δίκαιος ᾖς → Incede rectam, si vir es iustus, viam → Damit gerecht du bist, geh den geraden Weg

Menander, Monostichoi, 62

Greek Monolingual

ο, θηλ. Χιώτισσα, Ν
ο κάτοικος της Χίου ή αυτός που κατάγεται από την Χίο.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < Χίος + κατάλ. -ώτης (πρβλ. Πειραιώτης)].