άγκος

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source

Greek Monolingual

ἄγκος, το (Α)
οτιδήποτε είναι καμπύλο ή κοίλο και συνεκδοχικά ορεινή κοιλάδα, φαράγγι.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < από ρίζα ἀγκ-, όπως και το ἀγκύλος].