άγραμμος

From LSJ

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἄγραμμος, -ον) γραμμή
νεοελλ.
αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος
μσν.
(για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής.