άηχος

From LSJ

Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht

Menander, Monostichoi, 350

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἄηχος, -ον)
ο δίχως ήχο, αυτός που δεν παράγει ήχο ή φωνή.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < - στερητ. + ἧχος.
ΠΑΡ. αηχία