Μακάριος, ὅστις μακαρίοις ὑπηρετεῖ → Beatus ille, cui beatus imperat → Glückselig, wer im Dienste bei Glücksel'gen steht
-η, -ο (AM ἄηχος, -ον)ο δίχως ήχο, αυτός που δεν παράγει ήχο ή φωνή.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀ- στερητ. + ἧχος.ΠΑΡ. αηχία]·