άμαλλα

From LSJ

Πένητας ἀργοὺς οὐ τρέφει ῥᾳθυμία → Desidia nescit educare pauperem → Den trägen Armen nährt nicht seine Arbeitsscheu

Menander, Monostichoi, 460

Greek Monolingual

ἄμαλλα, η (Α)
1. δεμάτι από θερισμένα στάχυα, το χερόβολο
2. σιτάρι
3. το σχοινί με το οποίο δένονται τα χερόβολα, το δέμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Μεταρρηματικό παράγωγο, που σχηματίζεται από επαυξημένο με -λ- θέμα του ρημ. ἀμῶμαι (ἀμῶ ΙΙ -άω) «συγκεντρώνω, συναθροίζω, μαζεύω» και κα τάληξη -ya- (ἀμαλ-ya- < ἄμαλλα, με αφομοίωση). Η λ. απαντά και ως ἄμαλη.
ΠΑΡ. αρχ.-μσν. ἀμαλλεῖον μσν. ἀμάλλιον.
ΣΥΝΘ. αρχ. ἀμαλλοδετήρ
αρχ.-μσν.
ἀμαλλοδέτης, ἀμαλλοφόρος.