άντυτος

From LSJ

Γνώμης γὰρ ἐσθλῆς ἔργα χρηστὰ γίγνεται → Proba sunt illius facta, cui mens est proba → Aus edler Einstellung erwächst die edle Tat

Menander, Monostichoi, 112

Greek Monolingual

-η, -ο
1. γυμνός
2. ατημέλητος, άκομψα ντυμένος
3. αυτός που δεν φοράει το καθιερωμένο για μια περίπτωση ένδυμα
4. (για βιβλίο) άδετος.