άπλερος

From LSJ

Ζήτει γυναῖκα σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaere adiuvamen rebus uxorem tuis → Als Partnerin im Leben such dir eine Frau

Menander, Monostichoi, 199

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο ασχημάτιστος, ο πολύ μικρός («άπλερο πουλάκι»)
2. ο ατροφικός.