άπλερος

From LSJ

αὐτάρκης ἔσῃ, ἂν μάθῃς τί τὸ καλὸν κἀγαθόν ἐστι → you will be contented with your lot if you learn what the honourable and good is

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
1. ο ασχημάτιστος, ο πολύ μικρός («άπλερο πουλάκι»)
2. ο ατροφικός.