άπλερος
From LSJ
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
Greek Monolingual
-η, -ο
1. ο ασχημάτιστος, ο πολύ μικρός («άπλερο πουλάκι»)
2. ο ατροφικός.
κορυφαῖον τέλος τῶν πραγμάτων → crowning fulfilment of things
-η, -ο
1. ο ασχημάτιστος, ο πολύ μικρός («άπλερο πουλάκι»)
2. ο ατροφικός.