ασχημάτιστος

From LSJ

Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch

Menander, Monostichoi, 185

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἀσχημάτιστος, -ον)
αυτός που δεν έχει σχηματιστεί, που δεν έχει οριστικό σχήμα, αδιαμόρφωτος
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει ακόμη αναπτυχθεί εντελώς, αμέστωτος
2. (για καταστάσεις) ασυγκρότητος, αδημιούργητος
αρχ.
(στη ρητορική) ο χωρίς ρητορικά σχήματα, απλός, απέριττος.