ἀνάγκῃ δ' οὐδὲ θεοὶ μάχονται → but not even gods fight necessity
-ουν (AM ἄπους)αυτός που δεν έχει πόδιααρχ.1. ανάπηρος στα πόδια, χωλός2. είδος πτηνού, κύψελος ο άπους, πετροχελίδονο.