άργασμα

From LSJ

ἔστι γὰρ ὁ φίλος ἄλλος αὐτός → a friend, you see, is another self

Source

Greek Monolingual

το
1. η κατεργασία του δέρματος
2. η καλλιέργεια της γης, το όργωμα
3. εργασία, κόπος.