άργασμα
From LSJ
ὅσα ἦν νενοσσευμένα ὀρνίθων γένεα → as many species of birds as had their nests, all the other kinds of birds which had been hatched
Greek Monolingual
το
1. η κατεργασία του δέρματος
2. η καλλιέργεια της γης, το όργωμα
3. εργασία, κόπος.