άρμοσμα

From LSJ

τοὐλεύθερον γὰρ ὄνομα παντὸς ἄξιον → the titlefree' is worth everything

Source

Greek Monolingual

ἅρμοσμα, το (Α) αρμόζω
η εργασία της συναρμολόγησης.