ἅρμοσμα

From LSJ

ἀναρχία γάρ ἐστιν ἡ πλεισταρχία → the rule of the widest sway of opinion is the same as no rule at all (Gregory Nazianzenus, De vita sua 1744)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἅρμοσμα Medium diacritics: ἅρμοσμα Low diacritics: άρμοσμα Capitals: ΑΡΜΟΣΜΑ
Transliteration A: hármosma Transliteration B: harmosma Transliteration C: armosma Beta Code: a(/rmosma

English (LSJ)

-ατος, τό, joined work, τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων E.Hel.411.

Spanish (DGE)

-ματος, τό
armazón de la estructura de un barco τρόπις δ' ἐλείφθη ποικίλων ἁρμοσμάτων E.Hel.411.

German (Pape)

[Seite 356] τό, das Zusammengefügte, Eur. Hell. 418.

Greek Monolingual

ἅρμοσμα, το (Α) αρμόζω
η εργασία της συναρμολόγησης.

Russian (Dvoretsky)

ἅρμοσμα: ατος τό скрепление, остов (ναυαγίων ἁρμόσματα Eur.).