άσιτος

From LSJ

Ἐπηγγείλατο εἰς ἐπανόρθωσιν τῆς πόλεως διὰ τὸ εἶναι ευσεβεστάτη καὶ κηδεμονικὴ. → She pledged herself to the reconstruction of the city because of her being most pious and dutiful.

Source

Greek Monolingual

ἄσιτος, -ον (Α)
ο νηστικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < α-στερ. + -σιτος < σίτος (πρβλ. οικόσιτος, ολιγόσιτος, ομόσιτος, κ.ά.)].