ἄσιτος
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
ἄσιτον,
A without food, fasting, Od. 4.788, S.Aj.324, E.Med.24, Th.7.40, Phryn.Com.3 D., etc.; ἰχθύς Pl.Com.29. Adv. ἀσίτως = without eating Mantiss.Prov.1.47: ἀσιτί LXX Jb.24.6.
II of forbidden food, εὐωχία ἄσιτος Ph.2.398 (dub.l.).
Spanish (DGE)
(ἄσῑτος) -ον
I de pers.
1 que está sin comer, en ayunas, Od.4.788, S.Ai.324, E.Med.24, Hipp.275, Th.7.40, Hp.VM 11, Mul.1.43, Phryn.Com.57, Pl.Com.28, Pl.Phdr.259c, Lg.665e, D.50.53, X.An.2.2.16, Arist.HA 564a15, Act.Ap.27.33, Plu.2.187d, 705d, Polyaen.8.16.1, D.C.73.13.5.
2 medic. inapetente Hp.Coac.633.
II 1que no procura alimento εὐωχία Ph.2.398, ἄσιτα κἀδώρητα φορμίζων μέλη Lyc.140.
2 carente de trigo περὶ δὲ τροφῆς ἀσίτου Aen.Tact.40.8.
III adv. ἀσίτως = sin haber comido, en ayunas κιθαρίζειν Mantiss.Prou.1.47.
German (Pape)
[Seite 370] ohne Essen, nüchtern; κεῖτ' ἄρ' ἄσιτος ἄπαστος ἐδητύος ἠδὲ ποτῆτος Od. 4, 788; καὶ ἄποτος Soph. Ai. 317; O. C. 350; Plat. Phaedr. 259 c; Xen. öfter, u. Folgde.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui n'a pas mangé, à jeun.
Étymologie: ἀ, σῖτος.
English (Strong)
from Α (as a negative particle) and σῖτος; without (taking) food: fasting.
English (Thayer)
ἀσιτον (σῖτος), fasting; without having eaten: Homer, Odyssey 4,788; then from Sophocles and Thucydides down.)
Greek Monolingual
ἄσιτος, -ον (Α)
ο νηστικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < α-στερ. + -σιτος < σίτος (πρβλ. οικόσιτος, ολιγόσιτος, ομόσιτος, κ.ά.)].
Greek Monotonic
ἄσῑτος: -ον, αυτός που δεν λαμβάνει τροφή, αυτός που νηστεύει, σε Ομήρ. Οδ., Αττ.
Russian (Dvoretsky)
ἄσῑτος: не евший, голодный, без пищи Hom., Soph., Eur., Thuc., Plat., Xen., Plut.
Middle Liddell
without food, fasting, Od., Attic
Chinese
原文音譯:¥sitoj 阿-西拖士
詞類次數:形容詞(1)
原文字根:不-穀粒(的)
字義溯源:無食物的,禁食的;,餓由(α / ἄλφα)= (ἄνευ)*=不無)與(σιτίον / σῖτος)*=穀類,麥)組成。
同義字:1) (ἄσιτος)無食物的 2) (νηστεία)禁戒 3) (νῆστις)禁食的
出現次數:總共(1);徒(1)
譯字彙編:
1) 餓(1) 徒27:33