άχρωμος
From LSJ
Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)
Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)
-η, -ο (AM ἄχρωμος, -ον)
νεοελλ.
1. αυτός που δεν έχει χρώμα
2. ωχρός, ξεθωριασμένος
3. εκείνος που δεν έχει έντονο χαρακτήρα ή χαρακτηριστικά, ασήμαντος
αρχ.-μσν.
όποιος δεν κοκκινίζει από ντροπή, ανερυθρίαστος, αναιδής.