έκθεμα

From LSJ

τὸ πεπρωμένον γὰρ οὐ μόνον βροτοῖς ἄφευκτόν ἐστιν, ἀλλὰ καὶ τὸν οὐρανόν ἔχουσι → fate is unavoidable not only for mortals, but also for those who hold the heavens

Source

Greek Monolingual

το (AM ἔκθεμα)
νεοελλ.
1. αντικείμενο που εκτίθεται δημόσια για θέα ή πώληση κυρίως σε οργανωμένη έκθεση προϊόντων ή καλλιτεχνημάτων («εκθέματα λαϊκής χειροτεχνίας»)
2. περίληψη του πινακίου τών δικών, τοιχοκολλημένη στο δικαστήριο
αρχ.
κρατικό διάταγμα γραμμένο σε πολλούς πίνακες που εκτίθενται σε διάφορα μέρη της πόλης ή της χώρας για να λάβει γνώση το κοινό.