-η, -ο (AM ἔκπληκτος, -ον)νεοελλ.αυτός ο οποίος κατέχεται από έκπληξημσν.εκπληκτικόςαρχ.1. αυτός που προκαλεί τρόμο, ο τρομερός2. κατατρομαγμένος, έντρομος3. εκείνος που τρομάζει ή θορυβείται εύκολα.