Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

εκπληκτικός

From LSJ

Εἷς ἐστι δοῦλος οἰκίας ὁ δεσπότης → Unus familiae servus ipse adeo est herus → Nur einen Sklaven gibt's allein im Haus, den Herrn

Menander, Monostichoi, 168

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM ἐκπληκτικός, -ή, -όν)
1. αυτός που προκαλεί έκπληξη
2. θαυμαστός, υπέροχος.