έμμορφος

From LSJ

εὖγε, εὖγε, ὦ κύνες, ἕπεσθε → good, good, hounds; after her, hounds

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Α ἔμμορφος, -ον)
αυτός που έχει μορφή, σχήμα.