ένηβος

From LSJ

Δαίμων ἐμαυτῷ γέγονα γήμας πλουσίαν → Malus sum mihimet ipse Genius, ducta divite → Ich stürzt' mich selbst ins Unglück durch die reiche Frau

Menander, Monostichoi, 132

Greek Monolingual

-η, -ο (AM ἔνηβος, -ον) ήβη
αυτός που βρίσκεται στην ήβη, που μπήκε στην εφηβική ηλικία.