ήβη
οὐ παντός πλεῖν ἐς Κόρινθον → it's not for every man to make a journey to Corinth, not everyone can afford a trip to Corinth
Greek Monolingual
(Α ἥβη, δωρ. τ. ἥβα, αιολ. τ. ἄβα)
1. η ηλικία κατά την οποία ο άνθρωπος γίνεται ικανός για αναπαραγωγή, η μεταξύ παιδικής ηλικίας και ανδρικής ή γυναικείας χρονική περίοδος της ηλικίας του ανθρώπου, η νεότητα, η εφηβεία
2. η ηβική χώρα του σώματος, το εφήβαιο, το τριχωτό μέρος του αιδοίου
νεοελλ.
η περίοδος της ηλικίας του ανθρώπου από 12 ώς 20 περίπου ετών
αρχ.
1. η δύναμη, η ρώμη και το σφρίγος της νεανικής ηλικίας («ἀφῆκεν... πειρώμενος ἥβης», Ομ. Ιλ.)
2. ο ορισμένος από τον νόμο χρόνος, από τον οποίο αρχίζει και κατά τον οποίο διανύεται η εφηβική περίοδος της ζωής
3. (για γυναίκες) ενηλικίωση («ἐπεὶ δ' ἐς ἥβην ἦλθεν ὡραίων γάμων», Ευρ.)
4. φρ. α) «ἥβης μέτρον ἱκνοῦμαι» ή «ἥβης μέτρον ἱκάνω» — ηβάσκω
β) (για βόδια) «ἥβης μέτρον» — η ηλικία της σωματικής ακμής, της ευρωστίας και αντοχής
γ) «νεάνιδες ἦβαι» — παρθένες σε ώρα γάμου
5. (για φίδια) το καινούργιο δέρμα
6. η νεολαία («ποθούσαν φιλτάτην ἥβην χθονός», Αισχύλ.)
7. η νεανική ξεγνοιασιά, η ευθυμία
8. το νεανικό σφρίγος, η νεανική αντίληψη, η εξυπνάδα
9. είδος αμπελιού ή, κατ' άλλη ερμηνεία, το αμπέλι που έχει ώριμα σταφύλια
10. ως κύριο όν. ἡ Ἥβη
α) κόρη του Διός και της Ήρας
β) θεότητα της νεότητας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Αβέβαιης ετυμολ. Συνδέεται πιθ. με λιθ. jega «δύναμη», λεττ. jega, με την ίδια σημ. και ανάγεται σε IE įēgwār.
ΠΑΡ. ηβικός, ηβώ
αρχ.
ηβηδόν, ηβός, ηβυλλιώ.
ΣΥΝΘ. (Β' συνθετικό) άκρηβος, άνηβος, αρχέφηβος, άφηβος, δίσαβος, ένηβος, εξέφηβος, έξηβος, έφηβος, μελλέφηβος, παρέφηβος, πάρηβος, πρόσηβος, πρώθηβος, συνέφηβος, σύνηβος, υπέρηβος, φιλέφηβος.