ένθημα

From LSJ

πικρὸν με ἀπαιτεῖς ἐνοίκιον → you ask too much of me, you demand a bitter rent from me

Source

Greek Monolingual

το (Α ἔνθημα) εντίθημι
ένθεμα
νεοελλ.
γραμμ. επίθημα.