ένθεμα

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

Greek Monolingual

το (AM ἔνθεμα) εντίθημι
1. το αποτέλεσμα του ενθέτω
2. (ειδ.) εμβόλιο δέντρων, μπόλι
νεοελλ.
κομμάτι ξύλου που αντικαθιστά φθαρμένο τμήμα άλλου ξύλου ή το επιμηκύνει, μάτισμα, προσθήκη
αρχ.
1. κατάθεση χρημάτων στην τράπεζα
2. στολίδι, κόσμημα («ἐνθέματι τραχήλων σου», ΠΔ)
3. δεξαμενή, αποθήκη νερού.