ήσσα

From LSJ

ἐπὶ τὰ χείρω καὶ ἐπὶ τὰ βελτίω → for worse or for better, for better or for worse

Source

Greek Monolingual

ἧσσα, ή (Α)
αρχ. αττ. τ. του μετγν. αττ. τ. ἧττα.