ἧττα

From LSJ

βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμιςAristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἧττα Medium diacritics: ἧττα Low diacritics: ήττα Capitals: ΗΤΤΑ
Transliteration A: hē̂tta Transliteration B: hētta Transliteration C: itta Beta Code: h(=tta

English (LSJ)

ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, Att. for ἧσσα (defeat, discomfiture).

French (Bailly abrégé)

att. c. ἧσσα.

Greek (Liddell-Scott)

ἧττα: ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, ἴδε ἧσσ-.

Greek Monolingual

η (AM ἧττα, και παλαιότ. αττ. τ. ήσσα)
1. αποτυχία, καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μάχης
2. ατυχής, αποτυχημένη έκβαση ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («ήττα στις εκλογές»)
αρχ.
1. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση της προσωπικότητας ή της βούλησης σε κάτι («ἥττας ἡδονῶν τε και επιθυμιῶν», Πλάτ.)
2. φρ. «ἧτταν προσίεμαι» — αφήνω να νικηθώ, δέχομαι να νικηθώ (Ξεν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Υποχωρητικός σχηματισμός από το ρ. ηττώμαι].

Greek Monotonic

ἧττα: ἡττάομαι, ἡττάω, ἥττων, Αττ. αντί ἧσσ-.

German (Pape)

att. = ἧσσα.