αβανταδόρος

From LSJ

Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist

Menander, Monostichoi, 354

Greek Monolingual

ο (θηλ. -α και -ισσα)
1. αυτός που παίζοντας εικονικά με χρήματα χαρτοπαικτικής λέσχης έχει σκοπό να παρασύρει και άλλους στο παιχνίδι
2. αυτός που αγοράζει εικονικά από μικροπωλητή του πεζοδρομίου για να προσελκύσει αγοραστές
3. γενικά, όποιος ζει με χρήματα που κερδίζει παρέχοντας βοήθεια σε ύποπτες επιχειρήσεις.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αβάντα.
ΠΑΡ. αβανταδόρικος].