αβεβήλωτος

From LSJ

κῶς ταῦτα βασιλέϊ ἐκχρήσει περιυβρίσθαι → how will it be good enough for the king to be insulted with these things

Source

Greek Monolingual

-η, -ο βεβηλώνω
(για τόπο) αυτός που δεν βεβηλώθηκε.