αγάντα

From LSJ

Λογισμός ἐστι φάρμακον λύπης μόνος → Ratio remedium est unum maestitudinis → Vernunft allein heilt Menschen von der Traurigkeit

Menander, Monostichoi, 315

Greek Monolingual

η αγαντάρω
1. το σημείο απ’ όπου μπορεί κανείς να κρατηθεί, π. χ. «κάνε αγάντα», βαστήξου
2. πάσσαλος ή κρίκος όπου δένεται το σκάφος.