ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
ο (Α ἀγαλματοποιός)κατασκευαστής αγαλμάτων, γλύπτης.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγαλμα + ποιῶ].