αγγειακός

From LSJ

Ξένῳ δὲ σιγᾶν κρεῖττον ἢ κεκραγέναι → Silere quam clamare peregrinum decet → für Fremde ist zu schweigen besser als zu schrein

Menander, Monostichoi, 401

Greek Monolingual

-ή, -ό
ο σχετικός με τα αγγεία και ειδικότερα με τα αιμοφόρα αγγεία.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγγείο + παραγ. κατάλ. -ακός].