αγελαδοκόμος
From LSJ
ὦ πολλῶν ἤδη λοπάδων τοὺς ἄμβωνας περιλείξας → you who have licked the labia of many vaginas (Eupolis fr. 52)
Greek Monolingual
ο
αυτός που εκτρέφει συστηματικά και συντηρεί αγελάδες.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγελάδα + -κόμος < κομῶ (= περιποιούμαι).
ΠΑΡ. αγελαδοκομία, αγελαδοκομικός].