αγκωνοδέτης

From LSJ

ἡ πρὸς τοὺς ἄρρενας συνουσίαpassionate friendship between males

Source

Greek Monolingual

ο
ξύλινο ή μεταλλικό κομμάτι που ενισχύει εσωτερικά τον αγκώνα της άγκυρας.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < αγκώνας + δέτης.