αγλαοφεγγής

From LSJ

Θνητὸς πεφυκὼς τοὐπίσω πειρῶ βλέπειν → Homo natus id, quod instat, ut videas, age → Als sterblich Wesen mühe dich zu seh'n, was folgt

Menander, Monostichoi, 249

Greek Monolingual

ἀγλαοφεγγής, ές (Α)
αυτός που φέγγει λαμπρά, ζωηρά.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀγλαός + φέγγος.