αγνόστομος

From LSJ

δασύποδα λαγὼν παραδραμεῖται χελώνη → the tortoise will outrun the hairy-footed hare

Source

Greek Monolingual

ἁγνόστομος, -ον (Μ)
αυτός που έχει αγνό, καθαρό το στόμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἁγνός + στόμα.