αγριοκάτσικο
From LSJ
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
Greek Monolingual
το
1. άγρια κατσίκα, αίγαγρος
2. (για πρόσωπα) ατίθασος, ανυπότακτος, ακοινώνητος.
φιλοσοφίαν καινὴν γὰρ οὗτος φιλοσοφεῖ → this man adopts a new philosophy
το
1. άγρια κατσίκα, αίγαγρος
2. (για πρόσωπα) ατίθασος, ανυπότακτος, ακοινώνητος.