αγριοκάτσικο
From LSJ
Ὑγίεια καὶ νοῦς ἀγαθὰ τῷ βίῳ δύο (πέλει) → Vitae bona duo, sanitas, prudentia → Zwei Lebensgüter sind Gesundheit und Verstand
Greek Monolingual
το
1. άγρια κατσίκα, αίγαγρος
2. (για πρόσωπα) ατίθασος, ανυπότακτος, ακοινώνητος.