αγριοκοίταγμα

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

το αγριοκοιτάζω
άγριο κοίταγμα, βλοσυρό βλέμμα.