αγριόφθαλμος

From LSJ

Θησαυρός ἐστι τοῦ βίου τὰ πράγματα → Non est thesaurus vitae nisi negotia → Des Lebensgutes Schatz erwächst aus Tätigkeit

Menander, Monostichoi, 235

Greek Monolingual

-ο (Μ ἀγριόφθαλμος, -ον)
αυτός που έχει άγρια μάτια, αυτός που έχει άγριο βλέμμα.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγριος + ὀφθαλμός.