μὴ πόνει, ὦ Ξάνθια, ἀλλὰ ἔλθε δεῦρο → Don't keep suffering, Xanthias, but come here.
ἀγχίπορος, -ον (Α)1. αυτός που περνάει από κοντά2. αυτός που είναι πάντοτε κοντά, που παρακολουθεί.[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + πόρος.