αγχιγείτων
From LSJ
Ὑπὸ γὰρ λόγων ὁ νοῦς μετεωρίζεται ἐπαίρεταί τ' ἄνθρωπος → Borne up by words, the mind soars aloft, and we reach the heights (Aristophanes, Birds 1447f.)
Greek Monolingual
ἀγχιγείτων, (-ονος), -ον (Α)
γειτονικός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἄγχι + γείτων.