αδελφομερτικό

From LSJ

ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws

Source

Greek Monolingual

και αδερφομερτικό, το
μερίδιο αδελφού από πατρική περιουσία, το αδελφομοίρι.