αδελφοποιητός
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
Greek Monolingual
ο (Μ ἀδελφοποιητός)
ο αδελφοποιτός.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < ἀδελφοποιῶ.
ΠΑΡ. νεοελλ. αδελφοποιητοσύνη, αδελφοποιτός].