αδιήγητος
From LSJ
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀδιήγητος, -ον) διηγοῦμαι
1. αυτός που δεν τον διηγήθηκε ή δεν τον περιέγραψε κάποιος
2. που δεν μπορεί να τον διηγηθεί ή να τον περιγράψει κανείς, απερίγραπτος, ανείπωτος, ανεκδιήγητος.