αεριοβόλος

From LSJ

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328

Greek Monolingual

-ο
1. (για συσκευές ή μηχανήματα) αυτός που εκτοξεύει αέρια
συχνά χρησιμοποιείται η λ. αντί του χαρακτηρισμού αεροβόλος
2. το ουδ. ως ουσ. το αεριοβόλο
όπλο που χρησιμοποιεί αέριο αντί αέρα για την εκτόξευση του βλήματος (βλ. αεροβόλο όπλο).