αεροζωγραφική

From LSJ

οὐ γὰρ πράξιν ἀγαθὴν, ἀλλὰ καὶ εὖ ποεῖν αὐτὴν → it does not suffice to do good–one must do it well

Source

Greek Monolingual

η
ζωγραφική αντικειμένων, όπως αυτά φαίνονται από αεροπλάνο (μία από τις αισθητικές αρχές του φουτουρισμού).
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Κατά τον Σταματάκο, η λ. αποτελεί απόδοση στα Ελληνικά του ιταλ. όρου aeropittura].